(ἐπίρροθος
1επίρροθος — ἐπίρροθος, ον (Α) [ρόθος] 1. ως ουσ. βοηθός, σύμμαχος, υπερασπιστής («τοίη oἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνῃ», Ομ. Ιλ.) 2. προστάτης, προστατευτικός 3. αυτός που επικροτεί, που επιδοκιμάζει 4. αυτός που λοιδορεί, που υβρίζει, ο υβριστικός 5. επίμεμπτος,… …
2ἐπίρροθος — coming to the rescue masc/fem nom sg …
3ἐπίρροθον — ἐπίρροθος coming to the rescue masc/fem acc sg ἐπίρροθος coming to the rescue neut nom/voc/acc sg …
4ἐπιρρόθοις — ἐπίρροθος coming to the rescue masc/fem/neut dat pl …
5ἐπίρροθα — ἐπίρροθος coming to the rescue neut nom/voc/acc pl …
6ἐπίρροθε — ἐπίρροθος coming to the rescue masc/fem voc sg …
7ἐπίρροθοι — ἐπίρροθος coming to the rescue masc/fem nom/voc pl …
8επιτάρροθος — ἐπιτάρροθος, ὁ, επικ. τ. αντί ἐπίρροθος (Α) 1. (κυρ. για θεούς) βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής («εἴ πού τις καὶ ἐμοὶ γε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστιν», Ομ. Ιλ.) 2. κυρίαρχος, ηγεμόνας, κύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται κάποια σχέση… …
9επιρροθώ — ἐπιρροθῶ, έω (Α) [επίρροθος] 1. επικροτώ, επιδοκιμάζω («στάσις δὲ πάγκοινος ἅδ’ ἐπιρροθεῑ», Αισχύλ.) 2. εκφράζω με θόρυβο τη χαρά μου 3. αντηχώ («κτύπῳ δ’ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν καὶ πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 4. (με αιτ.) κοροϊδεύω, εμπαίζω… …
10sr-edh-, sr-et- — sr edh , sr et English meaning: to whirl, wave, boil Deutsche Übersetzung: ‘strudeln, wallen, brausen, rauschen” Note: extension from 1. ser Material: Gk. ῥόθος m. “das Wogenrauschen”, ἁλί ρροθος “meerumrauscht”, ταχύ ρροθοι… …