(ἐπίπνοια
1ἐπιπνοίᾳ — ἐπιπνοίᾱͅ , ἐπίπνοια breathing upon fem dat sg (attic doric aeolic) …
2επίπνοια — ἐπίπνοια, ἡ (AM) [επίπνους] θεία έμπνευση (α. «κατὰ θείαν ἐπίπνοιαν» β. «ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν», Πλάτ.) αρχ. φύσημα, πνοή («ἐπίπνοιαι χειμεριναί», Θεόφρ.) …
3ἐπίπνοια — breathing upon fem nom/voc sg …
4ἐπιπνοίας — ἐπιπνοίᾱς , ἐπίπνοια breathing upon fem acc pl ἐπιπνοίᾱς , ἐπίπνοια breathing upon fem gen sg (attic doric aeolic) …
5ἐπιπνοίαι — ἐπιπνοίᾱͅ , ἐπίπνοια breathing upon fem dat sg (attic doric aeolic) …
6ἐπιπνοιῶν — ἐπίπνοια breathing upon fem gen pl …
7ἐπιπνοίαις — ἐπίπνοια breathing upon fem dat pl …
8ἐπίπνοιαι — ἐπίπνοια breathing upon fem nom/voc pl …
9ἐπίπνοιαν — ἐπίπνοια breathing upon fem acc sg …
10εμφόρησις — ἐμφόρησις, η (AM) 1. υπερπλήρωση 2. υπερβολική πολυφαγία και πολυποσία 3. υπερβολική ηδονή, ευχαρίστηση, απόλαυση αρχ. έμπνευση, επίπνοια, επινόηση …
- 1
- 2