(ἐπιχείρημα
1ἐπιχείρημα — undertaking neut nom/voc/acc sg …
2επιχείρημα — Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι… …
3επιχείρημα — το, ατος 1. απόπειρα, τόλμημα. 2. συλλογισμός με τον οποίο επιχειρεί κανείς να αποδείξει κάτι ως αληθινό ή ψεύτικο: Δεν έχει επιχειρήματα. 3. (λογ.), απλός συλλογισμός στον οποίο η μια από τις δύο προκείμενες ή και οι δύο έχουν προσαρτημένη… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐπιχειρημάτων — ἐπιχείρημα undertaking neut gen pl …
5ἐπιχειρήμασι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl …
6ἐπιχειρήμασιν — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl …
7ἐπιχειρήματα — ἐπιχείρημα undertaking neut nom/voc/acc pl …
8ἐπιχειρήματι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat sg …
9ἐπιχειρήματος — ἐπιχείρημα undertaking neut gen sg …
10πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …