(ἐν τῷ προσώπῳ
1προσώπω — πρόσωπον face neut nom/voc/acc dual πρόσωπον face neut gen sg (doric aeolic) …
2προσώπῳ — πρόσωπον face neut dat sg …
3προσώπωι — προσώπῳ , πρόσωπον face neut dat sg …
4πλαστοπροσωπώ — έω, Ν εμφανίζομαι ως άλλο πρόσωπο με δόλιο σκοπό, υποδύομαι άλλο πρόσωπο προκειμένου να τό βλάψω ή για να αποκομίσω αθέμιτα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + προσωπώ (< πρόσωπος < πρόσωπο), πρβλ. εκ προσωπώ] …
5σεμνοπροσωπώ — έω, Α παίρνω σοβαρό ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + προσωπῶ < αμάρτυρο αρχ. *σεμνοπρόσωπος (πρβλ. ἰδιο προσωπῶ)] …
6φαινοπροσωπώ — έω, Α 1. δείχνω δημόσια το πρόσωπό μου 2. (κατ επέκτ.) παρουσιάζομαι θαρραλέα μπροστά στον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + προσωπῶ (< πρόσωπος < πρόσωπον), πρβλ. σεμνο προσωπῶ] …
7PALAEMON — I. PALAEMON Grammaticus Vicentinus, qui Romae vixit, sub Tiberio et Claudio Imepratorib. tantâ vir arrogantiâ, ut M. Varronem porcum appellaret; secum autem et natas et morituras literas iactaret. Luxuriae quoque ita indulsit, ut saepius in die… …
8VULTUS — a volo, quasi voltus. Ita enim de discrimine faciei et vultus, Laur. Valla, l. 4. c. 13. Facies magis ad corpus: vultus magis ad voluntatem refertur: unde descendit. Itaque dicimus, iratô et maestô vultu potius, quam facie. Et Iul. Caes. Scaliger …
9αμάρυγμα — ἀμάρυγμα, το (Α) [ἀμαρύσσω] 1. λάμψη, σπιθοβόλημα 2. μεταβαλλόμενο χρώμα και φως 3. ζωηρή και ανάλαφρη κίνηση 4. (για τα χείλη) παλμώδης κίνηση 5. φρ. «ἀμάρυγμα λάμπρον προσώπῳ» (Σαπφώ), αστραφτερό, ακτινοβόλο βλέμμα …
10γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …