(ἐκ τοῦ συνεδρίου

  • 1Μέτερνιχ-Βίνεμπουργκ, Κλέμενς Λόταρ Βέντσελ πρίγκιπας του- — (Klemens Lothar Wenzel Nepomuk Metternich Winneburg, Κόμπλεντς 1773 – Βιέννη 1859). Αυστριακός πολιτικός και διπλωμάτης. Αποφοίτησε από τα πανεπιστήμια του Στρασβούργου και της Μαγεντίας, ενώ μυήθηκε στον χώρο της διπλωματίας, ακολουθώντας τον… …

    Dictionary of Greek

  • 2Κάσλρι, Ρόμπερτ Στιούαρτ, υποκόμης του- — (Robert Stewart, viscount of Castlereagh, Μάουντ Στιούαρτ, Ιρλανδία 1769 – Νορθ Κρέιζ, Κεντ 1822). Ιρλανδός πολιτικός. Ήταν μαρκήσιος του Λοντοντέρι, βουλευτής στο ιρλανδικό κοινοβούλιο (1790) και σφραγιδοφύλακας της κυβέρνησης (1796). Μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 3Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… …

    Wikipédia en Français

  • 4Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… …

    Dictionary of Greek

  • 5Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 6Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… …

    Dictionary of Greek

  • 7Λάιμπαχ — (Leibach). Γερμανική ονομασία της σλοβενικής πόλης Λουμπλιάνα (βλ. λ.). Η ονομασία Λ. έμεινε στην ιστορία από το ομώνυμο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην πόλη και είχε ελληνικό ενδιαφέρον, το οποίο αναφέρεται ως συνέδριο του Λ. (26 Ιανουαρίου… …

    Dictionary of Greek

  • 8κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …

    Dictionary of Greek

  • 9αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …

    Dictionary of Greek

  • 10Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …

    Dictionary of Greek