(ἐκ πτέρνης

  • 1πτέρνης — πτέρνα ham fem gen sg (attic epic ionic) πτέρνη heel fem gen sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τόμος — ο, ΝΜΑ βιβλίο που αποτελεί μέρος μεγαλύτερου συγγράμματος (α. «κυκλοφόρησε ο 56ος τόμος τής Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα» β. «λεξικὸν εἰς τόμους ἐννέα», Διογ. Λαέρ.) νεοελλ. 1. σύνολο τευχών περιοδικού, νόμων, ή άλλων εντύπων που… …

    Dictionary of Greek