(ἐκβαλεῖν ἕδρας κρόνον

  • 1δήθεν — και δήθε (AM δῆθεν, Α και δῆθε) (ειρωνικά, ή για να δηλωθεί ότι όσα λέγονται δεν είναι αληθινά) τάχα, τάχατες («ήρθε δήθεν να μας χαιρετίσει», «παιρενέσει δῆθεν τῷ κοινῷ ἐπρεσβεύσατο») νεοελλ. (με το άρθρο) ο δήθεν αυτός που παριστάνει ή… …

    Dictionary of Greek