(ἄχθος δειματοσταγές
1δειματοσταγής — δειγματοσταγής, ές (Α) φρ. «ἄχθος δειματοσταγές» βάρος που προκαλεί τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα ( τος) + σταγής < στάζω] …
1δειματοσταγής — δειγματοσταγής, ές (Α) φρ. «ἄχθος δειματοσταγές» βάρος που προκαλεί τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα ( τος) + σταγής < στάζω] …