(ἄσβεστος
1ἄσβεστος — unquenchable masc nom sg ἄσβεστος unquenchable masc/fem nom sg …
2άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… …
3Ἄσβεστος γέλως. — ἄσβεστος γέλως. См. Гомерический смех …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4άσβεστος — η βλ. ασβέστης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἄσβεστον — ἄσβεστος unquenchable masc acc sg ἄσβεστος unquenchable neut nom/voc/acc sg ἄσβεστος unquenchable masc/fem acc sg ἄσβεστος unquenchable neut nom/voc/acc sg …
6ἀσβέστων — ἄσβεστος unquenchable fem gen pl ἄσβεστος unquenchable masc/neut gen pl ἄσβεστος unquenchable masc/fem/neut gen pl …
7ἀσβέστοιο — ἄσβεστος unquenchable masc/neut gen sg (epic) ἄσβεστος unquenchable masc/fem/neut gen sg (epic) …
8ἀσβέστοις — ἄσβεστος unquenchable masc/neut dat pl ἄσβεστος unquenchable masc/fem/neut dat pl …
9ἀσβέστου — ἄσβεστος unquenchable masc/neut gen sg ἄσβεστος unquenchable masc/fem/neut gen sg …
10ἀσβέστους — ἄσβεστος unquenchable masc acc pl ἄσβεστος unquenchable masc/fem acc pl …