(ἄντυγα
1ἄντυγα — ἄντυξ edge fem acc sg …
2ἄντυγ' — ἄντυγα , ἄντυξ edge fem acc sg ἄντυγι , ἄντυξ edge fem dat sg ἄντυγε , ἄντυξ edge fem nom/voc/acc dual …
3ARGENTATAS carrucas habendi potestatem — Aurelianus Imperator privatis concessit, quum antea aeata et eborata vehicula fuissent, apud Vopisc. c. 46. Senatoribus idem concessum a Severo praenomine Alexandro, tradit Lamprid. c. 43. Unde ab aliquo sequentium Imperatorum sublatum oportuit,… …
4SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …
5VOLUTIO — apud Auctorem Vitae Desiderii Episcopi Cadurcens. c. 11. Sepulturam quoque sibi in eodem Monasterio sub dextri lateris volutione praepari iussit, aliosque medii aevi Scriptores; Voluta, in Chron. Abbatiae S. Trudonis, l. 6. et Volta, apud… …
6ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …
7ευάντυξ — εὐάντυξ ( υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ) μσν. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει ωραίο θόλο αρχ. (για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άντυξ, γος] …
8λευκάντυξ — λευκάντυξ, υγος, ἡ (Α) (για τη σελήνη) αυτή που έχει γύρω της λευκό κύκλο, λαμπρή άντυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἄντυξ «περιφέρεια κύκλου»] …
9τρίπλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α τριπλός, τρίπτυχος («περὶ δ ἄντυγα βάλλε φαεινὴν τρίπλακα, μαρμαρέην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πλαξ (πρβλ. λατ. triplex). Για το δυσερμήνευτο β συνθετικό τής λ., βλ. λ. δίπλαξ] …
10χρυσάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, Μ (για άρμα) αυτός που έχει χρυσή άντυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄντυξ, υγος «κύκλος, περιφέρεια, τροχιά»] …