(ἀρχαί

  • 121Οικονομίδης, Βασίλειος — (Βυτίνα, Γορτυνία 1814 – Αθήνα 1894). Έλληνας νομικός. Αφού ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του στη Γερμανία, διορίστηκε το 1846 έκτακτος καθηγητής του ρωμαϊκού δικαίου στη νομική σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών και το 1847 επίτιμος καθηγητής… …

    Dictionary of Greek

  • 122Παππούλιας, Δημήτριος — (Αθήνα 1878 – 1932). Έλληνας νομικός. Διδάκτορας της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1898) και με δεκαετείς σπουδές και έρευνες στο Γκέτινγκεν και στη Λιψία, διορίστηκε το 1911 τακτικός καθηγητής του αστικού δικαίου στη Νομική Σχολή του… …

    Dictionary of Greek

  • 123Πεντεδέκας, Κωνσταντίνος — (Ιωάννινα τέλη 18ου αι. – Ναύπλιο 1833). Ηπειρώτης έμπορος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Σπούδασε στη γενέτειρά του και στη Μολδαβία, όπου και εγκαταστάθηκε τελικά, για να επιδοθεί στο εμπόριο. Το 1816, όταν βρισκόταν στη Μόσχα, μυήθηκε στη… …

    Dictionary of Greek

  • 124Πράτσικας, Χρήστος — (Πάτρα 1888 – Αθήνα 1970). Έλληνας νομικός. Τακτικός καθηγητής Αστικού δικαίου στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1939), δημοσίευσε πολυάριθμα έργα μεταξύ των οποίων: Περί της εξ αδιαθέτου διαδοχής (1923), Περί δεδικασμένου κατά το… …

    Dictionary of Greek

  • 125Τριανταφυλλόπουλος, Κωνσταντίνος — (Καρπενήσι 1881 – Αθήνα 1966). Έλληνας νομικός με πολυσύνθετη ακαδημαϊκή και επιστημονική δράση. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν και στο Βερολίνο, δικηγόρος (1903), υφηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου (1908) τακτικός καθηγητής της έδρας (1918)· παύτηκε το 1920 …

    Dictionary of Greek

  • 126Φιλιππίδης, Δανιήλ — (Μηλιές Πηλίου 1750; – Μπάλτσα Βεσσαραβίας 1832). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του συμπλήρωσε αργότερα στην Αθωνιάδα (1779), στη σχολή της Χίου και… …

    Dictionary of Greek

  • 127ἀρχ' — ἀρχά̱ , ἀρχή beginning fem nom/voc/acc dual ἀρχά̱ , ἀρχή beginning fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀρχαί , ἀρχή beginning fem nom/voc pl ἀρχί , ἀρχίς fem voc sg ἀρχέ , ἀρχός leader masc voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 128АВТЕНТИЧЕСКИЙ ЛАД — Воскресная стихира на «Господи воззвах» 2 й (автентический) глас: византийская монодия и знаменный распев Воскресная стихира на «Господи воззвах» 2 й (автентический) глас: византийская монодия и знаменный распев [лат. authenticus (authentus)… …

    Православная энциклопедия