(ἀρχαί

  • 111ληιτοάρχαι — ληϊτοάρχαι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ καθηγούμενοι τῶν θυσιῶν καὶ ἑστιάσεων καὶ ἀρχαὶ καὶ ἱερεῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊτον + άρχης (< ἄρχω)] …

    Dictionary of Greek

  • 112μυριακός — μυριακός, ή, όν (Α) [μύριοι] ο προορισμένος για τους μυρίους πολίτες που είχαν πλήρη δικαιώματα («ἀρχαὶ μυριακαὶ», επιγρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 113πρακτικός — ἡ, ὁ / πρακτικός, ἡ, όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» ενεργητικός βίος, Αριστοτ. ε.… …

    Dictionary of Greek

  • 114στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …

    Dictionary of Greek

  • 115συνακολουθώ — συνακολουθῶ, έω, ΝΜΑ [ἀκολουθῶ] 1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον 2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῑς μὲν πλούτοις καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 116συστοιχία — η, ΝΜΑ, και συστοιχεία Α [σύστοιχος] η ιδιότητα τού σύστοιχου, το να είναι κάτι σύστοιχο προς κάτι άλλο νεοελλ. 1. σειρά ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων παράλληλα ή κατά ζεύγη («συστοιχία πυροβόλων») 2. γραμμ. το να προέρχεται κάτι από την ίδια… …

    Dictionary of Greek

  • 117υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 118Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …

    Dictionary of Greek

  • 119Κυριακίδης, Στίλπων — (Κομοτηνή 1887 – Θεσσαλονίκη 1964). Λαογράφος, βυζαντινολόγος και πανεπιστημιακός. Μαθητής του Νικόλαου Πολίτη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συντάκτης του Ιστορικού λεξικού της νέας ελληνικής (1914 18) και διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου (1918 26) …

    Dictionary of Greek

  • 120Μομφερράτος, Αντώνιος — (Ναύπλιο 1852 – Αθήνα 1924). Πολιτικός. Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής Κεφαλληνίας, χρημάτισε επανειλημμένα υπουργός (Δικαιοσύνης το 1898, Παιδείας το 1902, Εξωτερικών το 1916) και το 1911 έγινε καθηγητής του αστικού δικαίου στη νομική σχολή του… …

    Dictionary of Greek