(ἀριθμοῦ πρὸς ἀριθμόν

  • 1Лимма — (устар. леймма) (греч. λεῖμμα  остаток, лат. limma, реже leimma)  музыкальный интервал, соответствующий диатоническому полутону (малой секунде) пифагорова строя. Согласно античному определению, восходящему к пифагорейской… …

    Википедия

  • 2αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …

    Dictionary of Greek