(ἀραιή

  • 61Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …

    Dictionary of Greek

  • 62Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 63μεσογαλαξιακή ύλη — (Αστρον.). Η ύλη που υπάρχει στον χώρο μεταξύ των γαλαξιών. Αυτή χωρίζεται στις εξής μορφές: 1. Σμήνη και αστέρες που διέφυγαν από τους γαλαξίες ή δημιουργήθηκαν έξω από αυτούς, όπως ορισμένα σφαιροειδή σμήνη κοντά στον Γαλαξία μας, οι γέφυρες… …

    Dictionary of Greek

  • 64Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …

    Dictionary of Greek

  • 65μογγολοειδείς — Ένας από τους κύριους κλάδους στους οποίους χωρίζεται η ανθρωπότητα κατά την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρενάτο Μπιαζούτι. Οι μ. διαιρούνται σε τρεις κορμούς: προμογγολίδες, μογγολίδες και εσκιμωίδες. Ο πρώτος κορμός περιλαμβάνει τις φυλές… …

    Dictionary of Greek

  • 66Νιου Μέξικο — (New Mexico). Πολιτεία (314.925 τ. χλμ., 1.829.146 κάτ. το 2001) των ορεινών (Mountain) ΗΠΑ. Συνορεύει με το Μεξικό στα ΝΔ και με τις ομόσπονδες Πολιτείες του Τέξας στα ΝΑ και Α, της Οκλαχόμα στα ΒΑ, του Κολοράντο στα Β και της Αριζόνας προς Δ·… …

    Dictionary of Greek

  • 67Όστβαλντ, Βίλχελμ — (Wilhelm Ostwald, Ρίγα 1853 – Γκρόσμποτεν 1932). Γερμανός φυσικοχημικός. Υπήρξε καθηγητής στο πολυτεχνείο της Ρίγας και διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσικοχημείας του πανεπιστήμιου της Λειψίας. Το 1909 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ χημείας για τις… …

    Dictionary of Greek

  • 68πενικιλίνη — Αντιβιοτική ουσία με σχετικά απλή χημική δομή, που παράγεται από τη μούχλα (ευρώτα) penicillium notatum· την αντιμικροβιακή δραστηριότητα αυτής της μούχλας την παρατήρησε πρώτη φορά ο Φλέμινγκ το 1928. Η π. όμως που είχε ληφθεί τότε ήταν ακάθαρτη …

    Dictionary of Greek

  • 69Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …

    Dictionary of Greek

  • 70Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …

    Dictionary of Greek