(ἀραιή

  • 31ορυκτερόπους — (orycteropus afer). Νωδό θηλαστικό που ανήκει, με περίπου δέκα υποείδη, στην τάξη των σωληνοδόντων. Έχει ύψος ως το ακρώμιο γύρω στα 50 εκ. και μήκος 1,70 μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και η ουρά· ο κορμός του είναι χοντρός και ο λαιμός και τα… …

    Dictionary of Greek

  • 32πόα — Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η… …

    Dictionary of Greek

  • 33πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… …

    Dictionary of Greek

  • 34τσαντίλα — (I) η, Ν βλ. τσατίλα. (II) η, Ν 1. σάκος από ύφασμα αραιά υφασμένο, που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τού τυριού 2. συνεκδ. κάθε ύφασμα με αραιή ύφανση 3. (κατ επέκτ.) ύφασμα κακής ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. tsedilo] …

    Dictionary of Greek

  • 35χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …

    Dictionary of Greek

  • 36χαυνότητα — η / χαυνότης, ητος, ΝΜΑ [χαῡνος] η ιδιότητα τού χαύνου, νωθρότητα, μαλθακότητα αρχ. 1. το να έχει κάτι πορώδη, σπογγώδη υφή, να έχει αραιή σύσταση, να μην είναι συνεκτικό, να είναι μαλακό (α. «γῆ ὑπὸ χαυνότητος εὔθρυπτος», Πλούτ. β. «τὰ φυτὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 37χαύνωμα — ώματος, τὸ, Α [χαυνῶ] 1. χαλαρότητα 2. αραιή σύσταση …

    Dictionary of Greek

  • 38αετορροφίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, που λέγεται επίσης και κολομπίνα. Τα φυτά του είδους αυτού είναι περίπου 50, όλα ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Πρόκειται για φυτά πολυετή, ποώδη, με… …

    Dictionary of Greek

  • 39Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 40Αλτιπλάνος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα υψηλά εσωτερικά οροπέδια των Άνδεων της Νότιας Αμερικής. Οι Άνδεις, όπως και όλες οι μεγάλες οροσειρές της Γης που σχηματίστηκαν κατά την αλπική ορεογένεση, σπάνια αποτελούνται από μία και μόνο παράταξη βουνών …

    Dictionary of Greek