(ἀπόδειξις

  • 21póliza — (Del ital. polizza < bajo lat. apodixa < gr. apodeixis, demostración, prueba.) ► sustantivo femenino 1 COMERCIO Documento justificativo de un contrato de seguros, de fletamiento, de una operación de bolsa o de otras operaciones comerciales …

    Enciclopedia Universal

  • 22απόδειξη — (Μαθημ.).Στα μαθηματικά, λέγοντας α. εννοούμε τη συναγωγή από μερικές προϋποθέσεις (υπόθεση) κάποιου συμπεράσματος (θέση) με τη βοήθεια ορισμένων και εντελώς καθορισμένων κανόνων. Έτσι, στο περίφημο θεώρημα του Πυθαγόρα, η υπόθεση είναι ότι ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 23δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …

    Dictionary of Greek

  • 24επιστημονικός — ή, ό (AM ἐπιστημονικός, ή, όν) [επιστήμων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που ακολουθεί τους όρους τής επιστήμης («επιστημονική έρευνα, συζήτηση», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική ἀπόδειξις») αρχ. ο ικανός να κατέχει την… …

    Dictionary of Greek

  • 25ευοδώ — (ΑΜ εὐοδῶ, έω) [εύοδος] 1. (για τρεχούμενο νερό) έχω ελεύθερο δρόμο, εύκολο πέρασμα («τοῡτο [ὕδωρ] εἰσπῑπτον εἰς τὴν ὁδόν, ἧ μὲν ἄν εὐοδῇ, φέρεται κάτω», Δημοσθ.) 2. (για σωματικές εκκρίσεις) ρέω εύκολα 3. (παθ. απρόσ.) εὐοδεῑται υπάρχει ελεύθερη …

    Dictionary of Greek

  • 26πληρωτικός — ή, ό / πληρωτικός, ή, όν, ΝΑ και πλερωτικός, ή, ό, Ν [πληρώ] νεοελλ. αυτός που γίνεται ή εκτελείται με πληρωμή, τοῑς μετρητοίς, με την άμεση καταβολή χρημάτων αρχ. 1. αυτός που μπορεί να γεμίζει («δύναμις πληρωτική κοιλωμάτων», Πτολ.) 2. ιατρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 27προκαθίστημι — Α [καθίστημι] 1. τοποθετώ, διορίζω εκ τών προτέρων («ἄρχειν αὐτὸν τῶν σωματοφυλάκων... προκαταστήσας», Δίων Κάσα) 2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) προκαθίσταμαι α) παρασκευάζω, τακτοποιώ εκ τών προτέρων («οὕτω προκαταστησάμενον τὸν λόγον», Δίον. Αλ.) β)… …

    Dictionary of Greek

  • 28συλλογιστικός — ή, ό / συλλογιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συλλογίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «συλλογιστικός τρόπος» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ. γ. «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθής», Πλάτ.) 2. φρ …

    Dictionary of Greek

  • 29Απολλινάριος — Όνομα χριστιανών επισκόπων. 1. Α. ο Ιεραπόλεως (2ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος της Ιεράπολης, πόλης της Φρυγίας.Έγραψε πάρα πολλά βιβλία, από τα οποία όμως σώζονται μόνο οι τίτλοι και από αυτούς όχι όλοι. Απηύθυνε απολογητική προς τον αυτοκράτορα Μάρκο …

    Dictionary of Greek

  • 30Χαλκοκονδύλης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας της Αθήνας. Κυριότεροι εκπρόσωποί της είναι: 1. Βασίλειος (1490 – 1514). Είχε, στην εποχή του, μεγάλη φήμη ως λόγιος. Ο θαυμασμός των συγχρόνων του γι’ αυτόν φαίνεται και από ένα πολύστιχο επίγραμμα που του αφιέρωσε …

    Dictionary of Greek