(ἀπρόσικτος
1απρόσικτος — ἀπρόσικτος, ον (Α) [προσικνούμαι] ανέφικτος …
2ἀπροσίκτων — ἀπρόσικτος unattainable masc/fem/neut gen pl …
1απρόσικτος — ἀπρόσικτος, ον (Α) [προσικνούμαι] ανέφικτος …
2ἀπροσίκτων — ἀπρόσικτος unattainable masc/fem/neut gen pl …