(ἀοιδή
81ραψωδός — Κατά την ελληνική αρχαιότητα επαγγελματίας ο οποίος απήγγελλε επικά ποιήματα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το όνομα αοιδός, το οποίο διατηρήθηκε για αιώνες· μόνο από τον 5o αι. π.X. χρησιμοποιήθηκε ο όρος ρ., που θεωρήθηκε κατόπιν από τους σύγχρονους… …
82τετραοίδιος — ον, Α (ως ονομασία νόμου τού Τερπάνδρου) ο σύνθετος από τέσσερεις ρυθμούς, αυτός που έχει μελωδία τεσσάρων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἀοιδή «ωδή, τραγούδι» + κατάλ. ιος] …
83ωδή — Είδος της ελληνικής, της λατινικής και της νεότερης λυρικής ποίησης. Στην αρχή, όπως δείχνει και η ετυμολογία της λέξης (από το ρήμα άδω), επρόκειτο για ποίημα που το τραγουδούσαν με συνοδεία λύρας. Με διάφορα μέτρα και ποικίλο περιεχόμενο, η… …
84Μούσες — Θεότητες των αρχαίων Ελλήνων, προστάτιδες της ποίησης, της μουσικής και γενικά κάθε πνευματικής δημιουργίας. Ήταν θυγατέρες της Μνημοσύνης ή της Αρμονίας και του Δία, ή, σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, της Γαίας και του Ουρανού. Ο αριθμός και τα… …
85Ἀοιδᾶι — Ἀοιδᾷ , Ἀοιδή fem dat sg (doric aeolic) …
86ἀοιδᾶι — ἀοιδᾷ , ἀοιδάω pres subj mp 2nd sg ἀοιδᾷ , ἀοιδάω pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀοιδᾷ , ἀοιδάω pres subj act 3rd sg ἀοιδᾷ , ἀοιδάω pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀοιδᾷ , ἀοιδή song fem dat sg (doric aeolic) …
87ἀοιδᾶν — ἀοιδάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀοιδάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀοιδάω pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀοιδᾶ̱ν , ἀοιδάω pres inf act (epic doric) ἀοιδάω pres inf act (attic doric) ἀοιδή song fem… …
88ἀοιδᾶς — ἀοιδᾶ̱ς , ἀοιδάω pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀοιδή song fem gen sg (doric aeolic) …
89ἀοιδᾷ — ἀοιδάω pres subj mp 2nd sg ἀοιδάω pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀοιδάω pres subj act 3rd sg ἀοιδάω pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀοιδή song fem dat sg (doric aeolic) …
90Ἀοιδάν — Ἀοιδά̱ν , Ἀοιδή fem acc sg (doric aeolic) …