(ἀοιδή
71Aede — En la mitología griega, Aede (en Αοιδη, Aoide, cantar ) es una de las tres musas originales, hermana de Melete y de Mneme. Aede utilizaba la obra artística ya creada poniéndola en funcionamiento, ya fuera recitando un poema, cantando una canción… …
72ODE — Graece Ὠδὴ, titulus librorum Horatii, cui a canendo nomen. Scaliger Poetices. l. 1. c. 44. Proxima heroica maiestati Lyrica nobilitas; ut illa a cantu Rhapsodia et Epos: ita haec Ode, et μέλος et μολπὴ. Neque enim ea sine cantu atque lyra… …
73SATURNUS — Oceani ac Tethyos fil. Plato in Tinaeo: Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ω᾿κεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέςθ ην, ἐκ τούτων δὲ Φόρκυχ τε καὶ Κρόνος, καὶ Ρ῾έα, καὶ ὅσοι μετὰ τούτων. At Hesiod. in ortu Deorum, v. 44. cum Caeli uxorem Terram fuisse cecinisset,… …
74SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …
75αοίδιμος — η, ο (AM ἀοίδιμος, ον) [αοιδή] άξιος να τραγουδιέται, αξέχαστος, αείμνηστος αρχ. 1. θαυμάσιος, περίφημος, ονομαστός για κάτι 2. διαβόητος, κακόφημος …
76επωδή — η (AM ἐπωδή Α και ἐπαοιδή) μαγική ωδή, ξόρκι, μαγγανεία («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.) αρχ. 1. μαγεία για κάτι ή εναντίον κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν πατήρ», Αισχύλ.) 2. ευχάριστο τραγούδι 3. ἐπῳδὸς άσματος.… …
77ευθήμων — εὐθήμων, ον (Α) 1. καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη σίττη... εὐθήμων καὶ εὐβίοτος», Αριστοτ.) 2. αρμονικός, γεμάτος ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε τάξη τα πράγματα …
78μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… …
79οφρυόεις — ὀφρυόεις, εσσα, εν (Α) (για χείλος γκρεμού) αυτός που εξέχει πολύ, απόκρημνος 2. μτφ. (ως χαρακτηρισμός τής ποίησης τού Αισχύλ.) μεγαλοπρεπής («ὀφρυόεσσα ἀοιδή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + κατάλ. όεις*] …
80παρωδή — ἡ, Α. η παρωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ᾠδή, συνηρημένος τ. τού ἀοιδή (< ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. επ ωδή] …