(ἀνάλωμα
1ἀνάλωμα — expense neut nom/voc/acc sg …
2ανάλωμα — το (Α ἀνάλωμα και ἀνήλωμα) δαπάνη, έξοδο αρχ. 1. ζημιά, βλάβη, απώλεια 2. αναθυμίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. Το η τής ρηματ. αυξήσεως τού ἀναλίσκω (ἀνήλωσα κ. τ. ό), επεκτάθηκε καταχρηστικά και σε άλλους τύπους, ακόμη και ουσιαστικά, όπως ο… …
3Πολυτελές ἀνάλωμα εἶναι τὸν χρόνον. — πολυτελές ἀνάλωμα εἶναι τὸν χρόνον. См. Время деньги …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4τἀνάλωμα — ἀνάλωμα , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc sg …
5ἀναλωμάτων — ἀνάλωμα expense neut gen pl …
6ἀναλώμασι — ἀνάλωμα expense neut dat pl …
7ἀναλώμασιν — ἀνάλωμα expense neut dat pl …
8ἀναλώματα — ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc pl …
9ἀναλώματι — ἀνάλωμα expense neut dat sg …
10ἀναλώματος — ἀνάλωμα expense neut gen sg …