(ἀνάγκαι
61δεσπόσυνος — δεσπόσυνος, ον (Α) [δεσπότης] 1. αυτός που ανήκει στον δεσπότη, στον κύριο 2. ο γιος τού δεσπότη, τού κυρίου 3. φρ. «δεσπόσυνοι ἀνάγκαι» η απολυταρχική διακυβέρνηση 4. το αρσ. ως ουσ. ο δεσπόσυνος ο δεσπότης …
62μαντόσυνος — μαντόσυνος, ύνη, ον (Α) [μαντοσύνη] μαντικός («ὅταν θεοῡ μαντόσυνοι πνεύσωσ ἀνάγκαι», Ευρ.) …
63οπισθοβαρής — ές (Α ὀπισθοβαρής, ές) φορτωμένος στο πίσω μέρος, πισώβαρος αρχ. 1. μτφ. αυτός τού οποίου το βάρος θα γίνει αισθητό στο μέλλον («τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῑς ἀνάγκαι», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀπισθοβαρές είδος κολλυρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) …
64σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …
65ἀναγκαίαι — ἀναγκαίᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγκαίᾱͅ , ἀναγκαίη fem dat sg (attic doric aeolic) ἀναγκαί̱ᾱͅ , ἀναγκαῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …
66ἀναγκαίαις — ἀνάγκη force fem dat pl (epic ionic) ἀναγκαίη fem dat pl ἀναγκαί̱αις , ἀναγκαῖος of fem dat pl …
67ἀναγκαίαν — ἀναγκαίᾱν , ἀνάγκη force fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγκαίᾱν , ἀναγκαίη fem acc sg (attic doric aeolic) ἀναγκαί̱ᾱν , ἀναγκαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …
68ἀναγκαίη — ἀνάγκη force fem nom/voc sg (epic ionic) ἀναγκαίη fem nom/voc sg (epic ionic) ἀναγκαί̱η , ἀναγκαῖος of fem nom/voc sg (epic ionic) …
69ἀναγκαίην — ἀνάγκη force fem acc sg (epic ionic) ἀναγκαίη fem acc sg (epic ionic) ἀναγκαί̱ην , ἀναγκαῖος of fem acc sg (epic ionic) …
70ἀναγκαίης — ἀνάγκη force fem gen sg (epic ionic) ἀναγκαίη fem gen sg (epic ionic) ἀναγκαί̱ης , ἀναγκαῖος of fem gen sg (epic ionic) …