(ἀνθρώποις

  • 81εντρέχω — ἐντρέχω (AM) τρέχω μέσα σε κάτι, κινούμαι ελεύθερα μέσα σε κάτι μσν. 1. διαδραματίζομαι, εκτυλίσσομαι («ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πρᾱγμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω έστηκὼς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου») 2. (για πτηνά) διασχίζω τον αέρα αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 82επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 83ευδοκία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Η οσιομάρτυρας, η εκ Σαμαρειτών. Έζησε επί Τραϊανού και ήταν πόρνη. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη της τιμάται την 1η Μαρτίου. 2. Η μάρτυς. Καταγόταν από την Ανατολή και αιχμαλωτίστηκε από τους… …

    Dictionary of Greek

  • 84ευθημοσύνη — εὐθημοσύνη, ή (ΑΜ) [ευθήμων] η έξη, η κλίση για τάξη, για νοικοκυροσύνη («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῑς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.) αρχ. (για τη φύση) η καλή διάταξη, η αρμονία …

    Dictionary of Greek

  • 85εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… …

    Dictionary of Greek

  • 86θηρατός — θηρατός, ή, όν (Α) [θηρώ] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συλλάβει 2. μτφ. αυτός που μπορεί κάποιος να επιτύχει («τὴν ἕξιν, ἧ τὰ καλά θηρατὰ γίγνεται τοῑς ἀνθρώποις», Πολυδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 87κακοθημοσύνη — κακοθημοσύνη, ἡ (Α) αταξία, κακή διάταξη ή ρύθμιση πραγμάτων ή υποθέσεων («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῑς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κακοθήμων < κακ(ο) * + ρίζα θη τού τίθημι* + επίθημα μων (πρβλ. ευ θημοσύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 88κραντήρ — κραντήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κραίνω (Ι)] 1. αυτός που τελειώνει κάτι 2. άρχοντας, ηγεμόνας 3. δόντι 4. στον πληθ. οἱ κραντήρες τα τελευταία δόντια που βγάζει ο άνθρωπος, οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ τελευταῑοι τοῑς ἀνθρώποις γομφίοι …

    Dictionary of Greek

  • 89μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …

    Dictionary of Greek

  • 90μετάθεση — η (ΑM μετάθεσις) [μετατίθημι] 1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης 2. η αλλαγή τής θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία νεοελλ. 1. (με χρονική σημασία)… …

    Dictionary of Greek