(ἀθηναίους

  • 51Μήλιος — ία, ο, αρσ. και Μηλιός, θηλ. και Μηλιά (Α Μήλιος, ία, ον, ιων. θηλ. Μηλίη) [Μήλος] 1. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Μήλο ή αυτός που προέρχεται από τη νήσο Μήλο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Μήλιος, η Μηλία ο κάτοικος… …

    Dictionary of Greek

  • 52Μεγάβυζος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης ευγενής (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την οικογένεια των Αχαιμενιδών. Συμμετείχε σε συνωμοσία εναντίον του Ψευδοσμέρδιου, σφετεριστή του περσικού θρόνου, αλλά τελικά στον θρόνο ανέβηκε ο Δαρείος A’ o Υστάσπους …

    Dictionary of Greek

  • 53Ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …

    Dictionary of Greek

  • 54Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek

  • 55Πιττακός — Ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, ο οποίος έζησε κατά την παράδοση μεταξύ 640 και 570 π.Χ. και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της πατρίδας του Μυτιλήνης. Μαζί με τους αδελφούς του ποιητή Αλκαίου ανέτρεψε την τυραννίδα του… …

    Dictionary of Greek

  • 56Πυθών — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… …

    Dictionary of Greek

  • 57Πύθων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… …

    Dictionary of Greek

  • 58Σηστός — Πόλη της αρχαίας Θράκης, απέναντι από την Άβυδο της ασιατικής ακτής. Ήταν αποικία των Αιολέων και αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το 513 π.Χ. ο Δαρείος είχε περάσει από τη Σ. όταν γύριζε από την εκστρατεία του εναντίον… …

    Dictionary of Greek

  • 59Σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… …

    Dictionary of Greek

  • 60Σινώπη — I Νύμφη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, κόρη του ποταμού Ασωπού, επώνυμη ηρωίδα της πόλης Σινώπης. Την άρπαξε ο Απόλλωνας και την οδήγησε στη Μικρά Ασία. Είχε μαζί της ένα γιο, το Σύρο, επώνυμο ήρωα των Σύρων. Μια άλλη εκδοχή θέλει τη Σ. κόρη… …

    Dictionary of Greek