(ἀθηναίους

  • 111ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …

    Dictionary of Greek

  • 112πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 113παναθηναϊκός — Αθλητικός σύλλογος που ιδρύθηκε το 1908 με έδρα την Αθήνα. Ο πλήρης τίτλος του ήταν Πανελλήνιος Ποδοσφαιρικός Σύλλογος αλλά το 1923 μετονομάστηκε σε Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος. Ο σύλλογος διαθέτει γήπεδο στη λεωφόρο Αλεξάνδρας της Αθήνας.… …

    Dictionary of Greek

  • 114παρνόπιος — Επίθετο του Απόλλωνα, επειδή απάλλασσε τους ανθρώπους από την πληγή της ακρίδας (παρνόπης). Με την επωνυμία αυτή ονόμαζαν, εκτός τον Απόλλωνα, και την Αθηνά. Άγαλμα του Α.Π. υπήρχε στην Ακρόπολη. Όπως λέγεται, το άγαλμα αυτό ήταν χάλκινο έργο του …

    Dictionary of Greek

  • 115προάγω — ΝΜΑ [άγω] 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ) 2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να… …

    Dictionary of Greek

  • 116προέχω — ΝΜΑ προὔχω Α 1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.) 2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.) 3. (το …

    Dictionary of Greek

  • 117προδιαβάλλω — Α 1. συκοφαντώ κάποιον εκ τών προτέρων («βουλόμενος προδιαβάλλειν τοὺς Ἀθηναίους», Θουκ.) 2. κατηγορώ κάποιον εκ τών προτέρων 3. παθ. προδιαβάλλομαι συκοφαντούμαι προηγουμένως («τοῑς προδιαβεβλημένοις καὶ ἀνθρώποις καὶ πράγμασιν», Αριστοτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 118προεισφορά — η, ΝΑ [προεισφέρω] 1. η προκαταβαλλόμενη εισφορά 2. η προκαταβολή τής εισφοράς που είχε καθιερωθεί να πληρώνεται από τους 300 πλουσιότερους Αθηναίους κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα σε περιπτώσεις υπερεπείγουσας ανάγκης τής πολιτείας αρχ. προκαταρκτικές… …

    Dictionary of Greek

  • 119προσχωρώ — προσχωρῶ, έω, ΝΑ 1. προσεγγίζω, πλησιάζω («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ», Ηρόδ.) 2. μτφ. συντάσσομαι με τις αρχές ή τη γνώμη κάποιου, υιοθετώ τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο κόμμα τής αντιπολίτευσης» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 120πυθαΐς — ΐδος, ἡ, Α ιερή πομπή που αποστελλόταν από τους Αθηναίους στους Δελφούς και η θυσία που τελούσαν εκεί προς τιμήν τού Πυθίου Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθα εύς + επίθημα ίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek