(ἀγορεῦσαι
1ἀγορεύσαι — ἀγορεύσαῑ , ἀγορεύω speak in the assembly aor opt act 3rd sg …
2ἀγορεῦσαι — ἀγορεύω speak in the assembly aor inf act …
3περιμενεαίνω — Α επιθυμώ με μανία να κάνω κάτι («περὶ δὲ μενέαιν ἀγορεῡσαι», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μενεαίνω «επιθυμώ»] …