(ἀγαθή el
1ἁγαθή — ἀγαθή , ἀγαθός good fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2Αγάθη — I (3ος αι. μ.Χ.).Χριστιανή μάρτυς που καταγόταν από τη Σικελία και μαρτύρησε στην Κατάνη (Σικελία). Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή της, είναι ελάχιστες. Κατά την παράδοση, η Α. ήταν μια όμορφη νέα από αρχοντική οικογένεια. Επειδή αρνήθηκε… …
3ἀγαθῇ — ἀγᾱθῇ , ἀγάω aor subj pass 3rd sg (doric aeolic) ἀγαθός good fem dat sg (attic epic ionic) …
4ἀγαθή — ἀγαθός good fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5ἀγάθη — ἀ̱γά̱θη , ἀγάω aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) ἀγά̱θη , ἀγάω aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) …
6Ἀγαθῇ τύχῃ. — См. В добрый час молвить …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Αἰδὼς δ’ οὐκ ἀγαθὴ κεχρημένῳ ἀνδρὶ κομίζει. — См. Стыдливый из за стола голодный встает …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8'γαθή — ἀγαθή , ἀγαθός good fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
9κἀγαθή — ἀγαθή , ἀγαθός good fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
10ὠγαθή — ἀγαθή , ἀγαθός good fem nom/voc sg (attic epic ionic) …