(ϝ)έλπομαι
1ἔλπομαι — ἔλπω cause to hope pres ind mp 1st sg …
2ἔλπομ' — ἔλπομαι , ἔλπω cause to hope pres ind mp 1st sg …
3έλπω — ἔλπω και ἐέλπω (Α) 1. δίνω ελπίδες 2. (μέσ., ομαι) ελπίζω, περιμένω 3. μέσ. φοβάμαι κάτι («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», Ηρόδ.) 4. νομίζω, υποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργητικός μεταβιβαστικός ενεστ. έλπω είναι υστερογενής έναντι τού αρχικού… …
4ανάελπτος — ἀνάελπτος, ον (Α) ανέλπιστος, απροσδόκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρημ. επίθ. σε τος. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την ετυμολογία της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό ἀνάεδνος*. Κατά μία άποψη, ἀνάελπτος < ἀνα στερ. + ἔλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ». Κατ’ άλλη… …
5άελπτος — ἄελπτος, ον (Α) 1. ανέλπιστος, απροσδόκητος (για ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα) 2. αυτός για τον οποίο είναι κανείς απελπισμένος, έχει χάσει κάθε ελπίδα 3. αυτός που δεν αφήνει καμιά ελπίδα, απελπιστικός, απογοητευτικός 4. επίρρ. ἀέλπτως και (το …
6άλπνιστος — ἄλπνιστος, η, ον (Α) (υπερθ. τού επιθ. *ἄλπνος που απαντά μόνο ως σύνθετο, πρβλ. ἔπαλ πνος) γλυκύτατος, φίλτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄλπνιστος (σύμφωνα με άλλη άποψη ἄλπιστος, χωρίς το πρόσφυμα ν ) συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα αλπ < *Fαλπ,… …
7αελπής — ἀελπής και –πτης, ές (Α) 1. αυτός για τον οποίο δεν έχει κανείς ελπίδα, απροσδόκητος, απρόσμενος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἀελπῆ απροσδόκητα, αναπάντεχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἔλπομαι (= ελπίζω, προσδοκώ)] …
8ελπίδα — η (AM ἐλπίς) 1. η προσδοκία για κάτι καλό, το να περιμένει κανείς ότι κάτι ευχάριστο θα συμβεί (α. «δεν χάνω την ελπίδα μου» β. «έχω ελπίδες για κάτι» γ. «ῥαγεισῶν ἐλπίδων» αφού ναυάγησαν, δεν ευοδώθηκαν οι ελπίδες) 2. αυτός στον οποίο… …
9ελπίζω — (AM ἐλπίζω) 1. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο 2. θεωρώ πιθανό, προβλέπω ότι θα συμβεί κάτι 3. βασίζομαι στη βοήθεια κάποιου για να πετύχω κάτι αρχ. φοβάμαι ότι θα συμβεί κάτι κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ελπίζω < ελπίς ή, κατ άλλους, < …
10επέλπομαι — ἐπέλπομαι και επικ. τ. ἐπιέλπομαι (Α) ελπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ»] …
- 1
- 2