(χόλος

  • 91χολώδης — ες / χολώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χόλος/χολή] 1. όμοιος με χολή (α. «χολώδης έμετος» β. «χολώδη χρώματα», Πλάτ.) 2. μτφ. ο γεμάτος οργή («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που περιέχει άφθονη χολή,… …

    Dictionary of Greek

  • 92χολώνω — χολῶ, όω, ΝΜΑ, μτγν. μέσ. τ. χολώομαι Α 1. διεγείρω την οργή κάποιου, εξοργίζω κάποιον 2. (συν. το μέσ. και παθ.) χολώνομαι, χολοῡμαι, όομαι εξοργίζομαι, θυμώνω αρχ. μεταβάλλομαι σε χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος. Ο ενεστ. χολῶ / χολοῦμαι έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 93χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …

    Dictionary of Greek

  • 94χόλαπτος — ον, Μ εξοργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + απτός (< ἁπτός < ἅπτω «αγγίζω, ανάβω»), πρβλ. εὐ έξ απτος] …

    Dictionary of Greek

  • 95χόλιος — ία, ον, Α [χόλος] οργισμένος, πολύ θυμωμένος …

    Dictionary of Greek

  • 96ԲԱՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 460 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c գ. ὁργή (յորմէ թ. էօրքէ ) θυμός, χόλος ira, indignatio Բարկանալն. կիրք սրտի վասն ընկալեալ անիրաւութեանն հանդերձ բաղձանօք վրէժխնդրութեան. ցասումն, զայրոյթ,… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 97ՍՈՂՈՒՆ — (ղնոյ, ոց.) NBH 2 0727 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c գ. (լծ. թ. սօղուլ. ճան ). ἔρπετον reptile. Զեռուն՝ որ սողի ʼի վերայ երկրի. ճճի անոտն կամ կարճոտն կամ բազմոտանի. տես Ծն. ՟Ա. 24: Ղեւտ. ՟Ժ՟Ա. 29. 41. եւ այլն: Դադարք… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 98χόλωι — χόλῳ , χόλος gall masc dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 99ἀκράχολος — ἀκρά̱χολος , ἀκράχολος quick to anger irascible masc/fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 100bhes-1 —     bhes 1     English meaning: to smear, spread     Deutsche Übersetzung: “abreiben, zerreiben, ausstreuen”     Material: O.Ind. bábhasti “chews up”, 3. pl. bápsati; bhásma n. “ash” resulted through verbal extensions of psü(i) , psō/i/ , psǝ(i) …

    Proto-Indo-European etymological dictionary