(χόανος
1χόανος — hollow in which metal was placed for melting masc nom sg …
2χόανος — και χῶνος, ὁ, Α 1. χωνευτήριο μετάλλων («κασσίτερος... ὑπὸ... εὐτρήτου χοάνου θαλφθείς», Ησίοδ.) 2. ο τύπος στον οποίο χύνεται το μέταλλο, καλούπι 3. χωνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χόανος < *χοFανος (και με συναίρεση χῶνος) έχει σχηματιστεί από την… …
3χοάνοιο — χόανος hollow in which metal was placed for melting masc gen sg (epic) …
4χοάνοις — χόανος hollow in which metal was placed for melting masc dat pl …
5χοάνοισι — χόανος hollow in which metal was placed for melting masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6χοάνοισιν — χόανος hollow in which metal was placed for melting masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7χοάνῳ — χόανος hollow in which metal was placed for melting masc dat sg …
8χόανοι — χόανος hollow in which metal was placed for melting masc nom/voc pl …
9χόανον — χόανος hollow in which metal was placed for melting masc acc sg …
10χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …
- 1
- 2