(χορευτῶν

  • 1χορευτῶν — χορευτής choral dancer masc gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …

    Dictionary of Greek

  • 3Κίροφ-Μαρίινσκι, μπαλέτα — Ρωσικό χορευτικό συγκρότημα, μέλος του Θεάτρου Μαρίινσκι, διάσημο για το κλασικό ρεπερτόριό του και για τους καλλιτέχνες με τους οποίους έχει συνεργαστεί. Τα μπαλέτα Κ. Μ. έχουν τις ρίζες τους στη σχολή χορού η οποία είχε ιδρυθεί στην Αγία… …

    Dictionary of Greek

  • 4μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… …

    Dictionary of Greek

  • 5Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …

    Dictionary of Greek

  • 6Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …

    Dictionary of Greek

  • 7Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 8γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …

    Dictionary of Greek

  • 9Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …

    Dictionary of Greek

  • 10χορός τραγωδίας — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο ο όρος σήμαινε αρχικά τον χώρο όπου χόρευαν και έφτασε αργότερα να σημαίνει το σύνολο των χορευτών καθώς και τις κινήσεις και το τραγούδι τους. Μπορούσε, ανάλογα με τις απαιτήσεις της υπόθεσης, να παριστάνει χ. ανδρών… …

    Dictionary of Greek