(χλαῖναν

  • 11συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί …

    Dictionary of Greek

  • 12τρίμοιρος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριπλός («τρίμοιρον χλαῑναν ἐξηύχει λαβών», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δί μοιρος] …

    Dictionary of Greek

  • 13τριβωνικώς — Α επίρρ. σαν τριβώνιο («τὸν τρίβων ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν ἀναβαλοῡ τριβωνικῶς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *τριβωνικός (< τρίβων «είδος ενδύματος») + επιρρμ. κατάλ. ῶς] …

    Dictionary of Greek