(χαλκός
41νομιστεύω — (Α) [νομιστός] 1. (σχετικά με νόμισμα) έχω σε κυκλοφορία, χρησιμοποιώ ως νόμισμα 2. (συν. το παθ.) νομιστεύομαι α) είμαι σε χρήση, ισχύω («τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης... καὶ τοῡ χαρακτῆρος τούτου νομιστευομένου παρὰ τοῑς Αἰτωλοῑς», Πολ.) β) (για …
42ολόχαλκος — η, ο (Α ὁλόχαλκος, ον) ολοχάλκίνος, που απολείται εξ ολοκλήρου από χαλκό («ὁλόχαλκος ἀνδριάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χαλκός (πρβλ. εύ χαλκος)] …
43πεντέχαλκον — τὸ, Α νόμισμα αξίας πέντε χαλκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + χαλκός «χάλκινο νόμισμα» (πρβλ. δί χαλκος)] …
44περίχαλκος — ον, Α καλυμμένος με χαλκό, χαλκόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαλκός (πρβλ. επί χαλκος)] …
45πολύχαλκος — ον, Α 1. (για τόπο) αυτός που έχει πολύ χαλκό ή ορείχαλκο, ο πλούσιος σε χαλκό 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος («ἄξονες πολύχαλκοι», Παρμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χαλκός (πρβλ. αριστό χαλκος)] …
46πυρρόχαλκος — ὁ, Α κοκκινωπός χαλκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + χαλκός] …
47χαλκίς — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Αιτωλίας, που ονομαζόταν και Υποχαλκίς. Ήταν αποικία της ομώνυμης πόλης της Εύβοιας. Ερείπιά της σώζονται στο όρος Βαράσοβα. 2. Πόλη της αρχαίας Δολοπίας. Τοποθετείται κοντά στο χωριό Χαλίκιστη στις πηγές του… …
48χαλκοπυρίτης — Ορυκτό. Είναι ο θειούχος χαλκός και θειούχος σίδηρος. Έχει χημικό τύπο CuFeS2 και κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα. Ο χ. έχει σκληρότητα 3,5 4, ειδικό βάρος 4,1 4,3 και χρώμα ορειχαλκόχρωμο πρασινίζον με λάμψη μεταλλική. Παρουσιάζει… …
49Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …
50Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …