(χαλκός

  • 21Символы древнегреческих денежных и весовых единиц — Мина из Антиохии Символы древнегреческих монет краткие обозначения таких древнегреческих монет и счётных единиц, как …

    Википедия

  • 22υπόχαλκος — ον, ΜΑ αυτός που ηχεί όπως ο χαλκός αρχ. 1. αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό 2. (για νόμισμα) κίβδηλος, ψεύτικος 3. αυτός που έχει το χρώμα τού χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χαλκός (πρβλ. ἐπί χαλκος)] …

    Dictionary of Greek

  • 23χαλκάς — ᾶ, ὁ, Α ο χαλκεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. ᾶς, που απαντά συν. σε ον. τα οποία δηλώνουν επάγγελμα (πρβλ. κλειδ ᾶς)]. (I) ο, Ν 1. μεταλλικός κρίκος 2. δαχτυλίδι 3. ρόπτρο πόρτας 4. στον πληθ. οι χαλκάδες τα δεσμά («τού πέρασαν χαλκάδες») 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 24χαλκίζω — ΜΑ [χαλκός] λάμπω όπως ο χαλκός («χαλκίζειν τῇ χροιᾷ», Ευστ.) αρχ. 1. ηχώ όπως ο χαλκός όταν κρούεται («φωνὴ χαλκίζουσα», Πολυδ.) 2. παίζω το παιχνίδι χαλκισμός* …

    Dictionary of Greek

  • 25Ζάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζάμπια Έκταση: 752.614 τ. χλμ Πληθυσμός: 10.285.631 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Λουσάκα (1.318.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και την Τανζανία, Α με… …

    Dictionary of Greek

  • 26πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …

    Dictionary of Greek

  • 27Железо — (Ferrum) Металл железо, свойства металла, получение и применение Информация о металле железо, физические и химические свойства металла, добыча и применение железа Содержание Содержание Определение термина Этимология История железа Происхождение… …

    Энциклопедия инвестора

  • 28ghel(ē̆)ĝh- —     ghel(ē̆)ĝh     English meaning: a kind of metal     Deutsche Übersetzung: “Metallbezeichnung” (,Bronze, Kupfer, Eisen”)?     Material: O.C.S. *želě zo in želez(ь)nъ “ iron”, Ser. Cr. žè ljezo, Russ. želež o “iron”; Lith. geležì s and žem …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 29Chalcogen — Group 16 Period 2 8 O 3 …

    Wikipedia

  • 30Chalcis — This article is about the Greek city. For the ancient city in Syria of the same name, see Chalcis, Syria. Chalcis Chalkida Χαλκίδα Chalcis seafront …

    Wikipedia