(χαλινοί
1χαλινοῖ — χαλῑνοῖ , χαλινόω pres ind mp 2nd sg χαλῑνοῖ , χαλινόω pres opt act 3rd sg χαλῑνοῖ , χαλινόω pres ind act 3rd sg …
2χαλινοί — χαλῑνοί , χαλινός bit masc nom/voc pl χαλῑνοί , χαλινόω pres subj mp 2nd sg χαλῑνοί , χαλινόω pres ind mp 2nd sg χαλῑνοί , χαλινόω pres subj act 3rd sg …
3χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… …
4πειθήνιος — α, ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, ον, ΝΜΑ (για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῑν», Πλούτ.) νεοελλ. τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικός… …