(φάλαγξ

  • 71φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… …

    Dictionary of Greek

  • 72φαλάγγωμα — ώματος, τὸ, Α [φαλαγγῶ] 1. (κατά τον Ησύχ.) «πομπή τις ἐν τοῑς Διονυσίοις» 2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τὸ ξύλον ἡ φάλαγξ, ἃ νῡν φαλαγγώματα καλοῡσιν» …

    Dictionary of Greek

  • 73φαλάγγωση — η / φαλάγγωσις, ώσεως, ΝΑ [φάλαγξ] νεοελλ. ιατρ. χαλάρωση τού δέρματος τού άνω βλεφάρου αρχ. 1. ιατρ. χαλάρωση ή πτώση τών βλεφαρίδων 2. διστιχία ή τριστιχία τών βλεφαρίδων …

    Dictionary of Greek

  • 74φαλαγγάριος — ὁ, Α αυτός που ανήκει σε φάλαγγα, φαλαγγίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. τυμπαν άριος] …

    Dictionary of Greek

  • 75φαλαγγάρχης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. αρχηγός, διοικητής φάλαγγας αρχ. αρχηγός φαλαγγαρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + άρχης*] …

    Dictionary of Greek

  • 76φαλαγγίτης — ο, ΝΑ, θηλ. φαλαγγίτισσα Ν, θηλ. φαλαγγῑτις, ίτιδος, Α στρατιώτης φάλαγγας νεοελλ. 1. απόμαχος τού τακτικού στρατού τής Ελληνικής Επανάστασης τού 1821 2. μέλος τής δεύτερης βαθμίδας τής λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης τού δικτατορικού καθεστώτος τής… …

    Dictionary of Greek

  • 77φαλαγγηδόν — ΝΑ επίρρ. κατά φάλαγγες («φαλαγγηδὸν ἐμάχοντο», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 78φαλαγγιστήριο — το, Ν (κοινων. οικον.) μονάδα εργασίας, που θα λειτουργούσε ως παραγωγική και καταναλωτική κοινότητα και θα αποτελούσε το πρωτογενές οικονομικο κοινωνικό κύτταρο για τη δημιουργία τού τελευταίου σταδίου τής βιομηχανικής κοινωνίας, που προέβαλλε ο …

    Dictionary of Greek

  • 79φαλαγγομάχης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που μάχεται σε φάλαγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + μάχης (< μάχη), πρβλ. ὁπλο μάχης] …

    Dictionary of Greek

  • 80φαλαγγομαχώ — έω, Α 1. μάχομαι μαζί με άλλους σε φάλαγγα 2. (γενικά) μάχομαι στις τάξεις τού στρατού («πῶς ἄμα δυνήσεται ἱππομαχεῑν τε καὶ φαλαγγομαχεῑν καὶ πυργομαχεῑν;», Ξεν). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχῶ) …

    Dictionary of Greek