(φάλαγξ

  • 61πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …

    Dictionary of Greek

  • 62πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …

    Dictionary of Greek

  • 63συναραρίσκω — Α 1. συναρμόζω, συνδέω, συνάπτω 2. (αμτβ.) (για άσμα) εναρμονίζομαι 3. φρ. «φάλαγξ συναραρυῑα» συντεταγμένη φάλαγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 64τετραφαλαγγία — ἡ, Α στρατιωτικό σώμα από τέσσερεις φάλαγγες ή φάλαγγα διαιρεμένη σε τέσσερεις μοίρες, δηλαδή συνολικά από 16.384 άνδρες («ἄγειν διφαλαγγίαν ἤ τετραφαλαγγίαν ἁρμόζουσαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλαγξ, αγγος + κατάλ. ία] …

    Dictionary of Greek

  • 65τριφάλαγγος — ον, Μ (για τα δάχτυλα τών χεριών) αυτός που έχει τρεις φάλαγγες, τρία οστάρια συνδεδεμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάλαγξ, αγγος] …

    Dictionary of Greek

  • 66τριφαλαγγία — η, ΝΑ η παράταξη σε τρεις φάλαγγες νεοελλ. ναυτ. η διάταξη πλεύσης ναυτικής δύναμης σε τρεις στήλες κατά την εποχή τών ιστιοφόρων πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάλαγξ, αγγος + κατάλ. ία (πρβλ. τετρα φαλαγγία)] …

    Dictionary of Greek

  • 67υπερφαλαγγώ — έω, ΜΑ υπερφαλαγγίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φάλαγξ, γγος] …

    Dictionary of Greek

  • 68φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… …

    Dictionary of Greek

  • 69φάλαγγος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τορύνη, ὄργανον πολεμικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. τής λ. φάλαγξ (πρβλ. τη λ. φαλαγγοστορύναι)] …

    Dictionary of Greek

  • 70φάλκης — Μυθικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του Τημένου και αδελφός της Υρνηθώς. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Παυσανία, οι αδελφοί του δολοφόνησαν τον πατέρα τους και ο ίδιος την αδελφή τους, στη διάρκεια της σύγκρουσης με το σύζυγό της Δηιφόντη για την… …

    Dictionary of Greek