(φάλαγξ

  • 51Falange — (Del lat. phalanx, gis < gr. phalanx, gos.) ► sustantivo femenino 1 ANATOMÍA Cada uno de los huesos y segmentos de los dedos de las manos o de los pies: ■ se ha roto la falange del dedo meñique jugando a tenis. 2 HISTORIA Cuerpo de infantería… …

    Enciclopedia Universal

  • 52Palanca — (Del lat. palanga < gr. phalanx, angos, rodillo.) ► sustantivo femenino 1 MECÁNICA Barra rígida que, apoyada en un punto o articulada con otra barra, se usa para transmitir una fuerza o para levantar pesos: ■ con una palanca podremos forzar la …

    Enciclopedia Universal

  • 53διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος …

    Dictionary of Greek

  • 54επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… …

    Dictionary of Greek

  • 55ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός …

    Dictionary of Greek

  • 56λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… …

    Dictionary of Greek

  • 57μετακαρπιοφαλαγγικός — ή, ό αυτός που συνδέει το μετακάρπιο με τις φάλαγγες τών δακτύλων («μετακαρπιοφαλαγγικές αρθρώσεις» αρθρώσεις με τις οποίες κάθε δάκτυλος συνάπτεται με το μετακάρπιο). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετακάρπιο + φαλαγγικός (< φάλαγξ, γγος). Η λ. μαρτυρείται… …

    Dictionary of Greek

  • 58μονοφαλαγγία — η (Α μονοφαλαυγία) νεοελλ. ναυτ. σχηματισμός τής παλαιάς ναυτικής τακτικής κατά τον οποίο τα πλοία έπλεαν σε μία φάλαγγα, σε μία στήλη αρχ. μία μόνη φάλαγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φαλαγγία (< φάλαγγος < φάλαγξ, γγος)] …

    Dictionary of Greek

  • 59μπαλάντζα — και παλάντζα και παλάντσα, η 1. φορητή ζυγαριά παλαιού τύπου με αριθμημένη ράβδο και ένα βαρίδι πάνω στη ράβδο που δείχνει το βάρος 2. ελλειψοειδής μεταλλικός κύλινδρος που χρησιμοποιείται στο θέατρο και περιέχει σειρά φωτοβολίδων με τις οποίες… …

    Dictionary of Greek

  • 60παλάγκο — Αναρτώμενη ανυψωτική διάταξη που κινείται μηχανικά ή με το χέρι. Υπάρχουν στάσιμα και κινητά π. αναρτημένα σε ειδικά φορεία, που μετακινούνται σε εναέρια γραμμή. Το π. που κινείται με το χέρι αποτελείται από κορμό, στον οποίο βρίσκεται ο… …

    Dictionary of Greek