(φάλαγξ
11φάλαγγος — φάλαγξ line of battle fem gen sg …
12φάλαγξι — φάλαγξ line of battle fem dat pl …
13φάλαγξιν — φάλαγξ line of battle fem dat pl …
14φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …
15φάλαγγ' — φάλαγγα , φάλαγξ line of battle fem acc sg φάλαγγι , φάλαγξ line of battle fem dat sg φάλαγγε , φάλαγξ line of battle fem nom/voc/acc dual …
16Phalanx formation — Phalanx redirects here. For other uses, see Phalanx (disambiguation). The phalanx (Ancient Greek: φάλαγξ, Modern Greek: φάλαγγα, phālanga; plural phalanxes or phalanges; Ancient and Modern Greek: φάλαγγες, phālanges) is a rectangular mass… …
17STATERA — apud Suetonium Tito c. 25. stateram positam examine aequo: cum in altera lance etc. Graece φαλάγξ est, quam hîc intelligit, pedi suo (cuiusmodi pes in Cortabo, ut dixit Marcilius ad Hor. l. 1. Od. 27.) impositam ad perpendiculum, sive, ut Cicero… …
18πανεπιστημιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πανεπιστήμιο ή στους καθηγητές και στους φοιτητές («πανεπιστημιακές παραδόσεις») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. μέλος τού διδακτικού προσωπικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος 3. φρ. «πανεπιστημιακή φάλαγξ» …
19φοιτητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φοίτηση ή στον φοιτητή (α. «φοιτητικό εισιτήριο» β. «φοιτητικά χρόνια») 2. αυτός που αρμόζει σε φοιτητή ή αυτός που γίνεται από φοιτητή (α. «φοιτητική ζωή» β. «φοιτητική συγκέντρωση» γ. «φοιτητικό… …
20паланка — укрепление с частоколом , укр. паланка, сербохорв. па̀ла̑нка местечко , польск. раlаnkа частокол . Из ит. раlаnса частокол ; см. Младенов 409; Маценауэр 400. Источником ит. слова является народнолат. раlаnса, лат. рhаlаnх, греч. φάλαγξ ствол,… …