(φωνή
91αγριόφωνος — ἀγριόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει άγρια, τραχιά φωνή ή γλώσσα, σαν τους βαρβάρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + φωνή] …
92ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …
93αλεκτοροφωνία — ἀλεκτοροφωνία, η (AM) 1. φωνή, λάλημα κόκορα 2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» τής νύχτας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ ορος + φωνία < φωνος < φωνή] …
94αμετρόφωνος — ἀμετρόφωνος, ον (Α) 1. αυτός που δεν χρησιμοποιεί με μέτρο τη φωνή του 2. άμετρος στη γλώσσα, πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + φωνος < φωνή] …
95ανάκραγμα — το [ανακράζω] 1. δυνατή φωνή, κραυγή, επίκληση 2. (για ζώα ή πουλιά) δύναμη για κράξιμο, φωνή, λαλιά …
96αυδήεις — αὐδήεις, εσσα, εν (Α) [αυδή] 1. αυτός που έχει λαλιά, ο προικισμένος με το χάρισμα του λόγου 2. (για θεό) αυτός που χρησιμοποιεί ανθρώπινη γλώσσα 3. (για λόγο ή ήχο) αυτός που εκδηλώνεται με τη φωνή 4. εκείνος που έχει φωνή, που είναι ζωντανός …
97αυτόφωνος — αὐτόφωνος, ον (Α) [φωνή] Ι. (φρ. «χρησμὸς αὐτόφωνος» χρησμός που τον απαγγέλλει ο ίδιος ο θεός ||. επίρρ. αὐτοφώνως με την ίδια τη φωνή κάποιου …
98βαρυόπας — βαρυόπας, ο (Α) (για τον Δία) εκείνος που έχει βαριά, βροντερή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + (ποιητ.) *οψ (η) («η φωνή»), το οποίο απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις του ενικού οπός, οπί, όπα] …
99βαρύτονος — Τραγουδιστής που η φωνή του είναι ενδιάμεση, ανάμεσα τις φωνές του τενόρου και του βαθύφωνου (πλησιάζει περισσότερο άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη) και έχει τη δεξιοτεχνία των λαρυγγισμών της φωνής του τενόρου και τη δύναμη και το βάθος… …
100βαρύφωνος — βαρύφωνος, ον (AM) αυτός που έχει σκληρή, βραχνή φωνή αρχ. εκείνος έχει βαριά, βαθιά φωνή …