(φωνή

  • 61στεντόρειος — α, ο / στεντόρειος, ον, ΝΜΑ [Στέντωρ, ορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα τής Ιλιάδος Στέντορα 2. αυτός που έχει φωνή όμοια με τού Στέντορος («κῆρυξ... Στεντόρειος», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «στεντόρεια φωνή» ισχυρή, βροντερή φωνή αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 62σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… …

    Dictionary of Greek

  • 63υψηλόφωνος — η, ο / ὑψηλόφωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει υψηλή, δηλαδή ισχυρή, φωνή. επίρρ... υψηλοφώνως και υψηλόφωνα Ν με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό φωνος] …

    Dictionary of Greek

  • 64φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 65φωνασκώ — φωνασκῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. εκβάλλω δυνατές φωνές, φωνάζω ή μιλώ με οξεία και διαπεραστική φωνή μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) ασκώ τη φωνή μου στην ωδική και την απαγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ἀσκῶ (πρβλ. σωμ ασκῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 66φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για …

    Dictionary of Greek

  • 67φωνούλα — η, Ν 1. υποκορ. σιγανή φωνή, φωνίτσα 2. (θωπευτικά) γλυκιά φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + υποκορ. κατάλ. ούλα (πρβλ. γατ ούλα)] …

    Dictionary of Greek

  • 68χαμηλόφωνος — η, ο, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει σιγανή φωνή 2. μτφ. αυτός που λέγεται ή εκτελείται με χαμηλή φωνή, σε χαμηλό τόνο. επίρρ... χαμηλοφώνως και χαμηλόφωνα Ν σιγανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό φωνος. Το επίρρ., στον… …

    Dictionary of Greek

  • 69ύαινα — (hyaena). Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών. Είναι μεγάλο ζώο με σώμα συνεπτυγμένο και ισχυρό. Η ύ. έχει τρίχωμα μακρύ, χαλαρό, που σχηματίζει στη ράχη μακριά χαίτη, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το κεφάλι της είναι μακρουλό και… …

    Dictionary of Greek

  • 70αερόφωνο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια συσκευή και ένα μουσικό όργανο. 1. Συσκευή με την οποία ενισχύεται η ανθρώπινη φωνή, ώστε να ακούγεται σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Ανακαλύφθηκε το 1878 από τον Τόμας Έντισον. Λειτουργεί με σύστημα τριών… …

    Dictionary of Greek