(φωνή

  • 51μετζοσοπράνο — η γυναικεία φωνή που είναι βαθύτερη από τη φωνή τής σοπράνο και υψηλότερη από τη φωνή τής άλτο, αλλ. μεσόφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mezzosoprano < mezzo «μισό» + soprano (βλ. λ. σοπράνο)] …

    Dictionary of Greek

  • 52μικρόφωνος — η, ο (Α μικρόφωνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόφωνο τεχνολ. συσκευή που μετατρέπει την ηχητική ενέργεια σε ηλεκτρική και αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο τών σύγχρονων συστημάτων εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου αρχ. 1. αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 53μινυρίζω — (Α μινυρίζω) 1. παραπονιέμαι με σιγανή φωνή, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή τού βρέφους», Παπαδ.) 2. τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ («ὅδ αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 54μονοφωνικός — ή, ό 1. αυτός που εκτελείται μόνο από μία φωνή, που ανήκει ή αναφέρεται στη μονοφωνία 2. φρ. α) «μονοφωνικό σύστημα» σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου που χρησιμοποιεί μόνο έναν δίαυλο, σε αντιδιαστολή προς το στερεοφωνικό, που χρησιμοποιεί… …

    Dictionary of Greek

  • 55μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… …

    Dictionary of Greek

  • 56μονόφωνος — η, ο (Α μονόφωνος, ον) νεοελλ. μουσ. αυτός που εκτελείται ή τραγουδιέται από μία μόνο φωνή ή από περισσότερες αλλά σε ταυτοφωνία, όπως τα μανιάτικα μοιρολόγια και τα δημοτικά τραγούδια αρχ. (για τους κωφάλαλους) αυτός που έχει ή εκπέμπει μία μόνο …

    Dictionary of Greek

  • 57μπάσος — α, ο 1. χαμηλός 2. φρ. «μπάσα φωνή» μουσ. α) χαμηλή, βαθιά φωνή, η φωνή τού βαθυφώνου 3. το αρσ. ως ουσ. ο μπάσος ο βαθύφωνος 4. το ουδ. ως ουσ. το μπάσο βλ. μπάσο. επίρρ... μπάσα με μπάσο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μπάσο] …

    Dictionary of Greek

  • 58οικειόφωνος — οἰκειόφωνος, ον (Α) αυτός που μιλά με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα. επίρρ... οἰκειοφώνως (Α) με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό φωνος] …

    Dictionary of Greek

  • 59ομοιόφωνος — η, ο (Α ομοιόφωνος, ον) αυτός που έχει όμοια φωνή, που ηχεί όμοια. επίρρ... ομοιοφώνως (Α) με την ίδια φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό φωνος] …

    Dictionary of Greek

  • 60σοπράνο — (Μουσ.). Συχνά αποδίδεται στα ελληνικά «υψίφωνος». Όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την ανθρώπινη φωνή, που είναι ικανή να φτάσει στους οξύτερους φθόγγους. Κατά κανόνα πρόκειται για γυναικείες φωνές αλλά ισχύει και για τη φωνή (τη… …

    Dictionary of Greek