(φωνή

  • 121καλλίφωνος — η, ο (AM καλλίφωνος, ον) αυτός που έχει καλή, γλυκιά φωνή («καλλιφώνους ὑποκριτὰς εἰσαγαγομένους», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, οξύ φωνος] …

    Dictionary of Greek

  • 122καλόγηρυς — καλόγηρυς, ήρυος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει καλή φωνή, ο καλλίφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γηρυς (< γῆρυς «φωνή, ομιλία»), πρβλ. μειλιχό γηρυς, ποικιλό γηρυς] …

    Dictionary of Greek

  • 123καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν …

    Dictionary of Greek

  • 124κατάφωνο — το 1. γεν. το μέσο που επιτρέπει την αντήχηση τής φωνής προς τα κάτω 2. (ειδ.) ειδική διάταξη σε οικοδομή, είδος ηχείου, που έχει εισαχθεί και στους ναούς τής Δυτικής Ευρώπης από τον 14ο αιώνα και τοποθετείται πάνω από τον άμβωνα ή και στα… …

    Dictionary of Greek

  • 125καταφωνώ — καταφωνῶ, έω (Α) 1. γεμίζω με τη φωνή μου, κάνω κάτι να αντηχεί 2. (κατά τον Ησύχ.) «καταφωνεῑ ταράσσει». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φωνῶ «μιλώ, ηχώ» (< φωνή)] …

    Dictionary of Greek

  • 126καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… …

    Dictionary of Greek

  • 127κλαγγόφωνος — κλαγγόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει οξεία και διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαγγή + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, οξύ φωνος] …

    Dictionary of Greek

  • 128κοντράλτο — το 1. (στο παρελθόν) η οξύτερη ανθρώπινη φωνή 2. μουσ. η χαμηλότερη γυναικεία και παιδική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contralto] …

    Dictionary of Greek