(φωνή

  • 111ημίφωνος — η, ο (Α ἡμίφωνος, ον) 1. αυτός που έχει ή αποτελεί μισή φωνή, που εκφωνείται κατά το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο χαμηλόφωνος 2. το ουδ. ως ουσ. το ημίφωνο α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ β) (φωνολ.) φώνημα που διαθέτει και φωνηεντικά και… …

    Dictionary of Greek

  • 112θηλύφωνος — θηλύφωνος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει γυναικεία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ά φωνος, καλλί φωνος] …

    Dictionary of Greek

  • 113ιδιόφωνος — η, ο (Α ἰδιόφωνος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιόφωνα κατηγορία μουσικών οργάνων στα οποία ο ήχος παράγεται από τις δονήσεις ενός συμπαγούς υλικού, όπως είναι το ξύλο, το μέταλλο ή η πέτρα αρχ. αυτό που λέγεται από κάποιον με τη δική …

    Dictionary of Greek

  • 114ιερόφωνος — ἱερόφωνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ιερή φωνή 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱερόφωνος ο ιερέας που απαγγέλλει τους χρησμούς, ο υποφήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ά φωνος, καλλί φωνος] …

    Dictionary of Greek

  • 115ιμερόφωνος — ἱμερόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει φωνή γεμάτη πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + φωνος (< φωνή), πρβλ. οξύ φωνος, πολύ φωνος] …

    Dictionary of Greek

  • 116ισχυρόφωνος — ἰσχυρόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, ισχνό φωνος] …

    Dictionary of Greek

  • 117ισόφωνος — η, ο αυτός που έχει όμοια φωνή με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ομό φωνος, υψί φωνος] …

    Dictionary of Greek

  • 118κέλωρ — κέλωρ, ωρος, ὁ (Α) 1. γιος («Αγαμέμνονος κέλωρ», Ευρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) ευνούχος 3. (επίσης κατά τον Ησύχ. και σε πάπ.) φωνή, βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «γιος» η λ. προέρχεται πιθ. από *κέρωρ, με ανομοίωση (ΙΕ ρίζα *ker «αυξάνω») και συνδέεται… …

    Dictionary of Greek

  • 119κίσσα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις εννέα Πιερίδες, κόρες του Πιέρου . Ο μύθος αναφέρει ότι μεταμορφώθηκε σε πουλί, μαζί με τις αδελφές της, επειδή τόλμη αν να συναγωνιστούν τις Μούσεςστο τραγούδι. 2. Μία από τις Υάδες, τις τροφούς του… …

    Dictionary of Greek

  • 120κακόφωνος — η, ο (AM κακόφωνος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη φωνή 2. (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, δυσάρεστος στην ακοή, κακόηχος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφωνον η κακοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek