(φρονήματα
1φρονήματα — φρόνημα mind neut nom/voc/acc pl …
2φρονήματ' — φρονήματα , φρόνημα mind neut nom/voc/acc pl φρονήματι , φρόνημα mind neut dat sg φρονήματε , φρόνημα mind neut nom/voc/acc dual …
3φρόνημα — το, ΝΜΑ [φρονῶ] 1. διανόημα, σκέψη (α. «μ ένα βλέμμα όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», Σολωμ. β. «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων», Αισχύλ.) 2. συναίσθηση αξίας ή υπεροχής, αυτοπεποίθηση (α. «έχει υψηλό φρόνημα» β. «ἀνδρὶ …
4άρχων — (3ος–2ος αι. π.Χ.).Ευγενής από την Αιγείρα. Έγινε τρεις φορές στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας (187, 172, 170 π.Χ.). Κατηγορήθηκε για εχθρότητα προς τους Ρωμαίους, αλλά υποστηρίχτηκε από την Εκκλησία του Δήμου για τα πατριωτικά του φρονήματα. * …
5ανδρόβουλος — ἀνδρόβουλος, ον (Α) (για γυναίκα) αυτή που έχει ανδρικά φρονήματα …
6αξεσπάθωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έδρασε αποφασιστικά 2. αυτός που δεν εκδήλωσε ανεπιφύλακτα τη γνώμη ή τα φρονήματα του …
7γεώδης — ες (AM γεώδης, ες) [γέα, γη] 1. αυτός που έχει τη σύσταση ή το χρώμα τού εδάφους, χωμάτινος 2. ο χωματώδης, εκείνος που έχει πολύ χώμα αρχ. μσν. ο γήινος, ο σχετικός με τη σάρκα και τα εγκόσμια, σε αντίθεση με τον ουράνιο, τον πνευματικό («γεώδη… …
8δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… …
9δημοτικός — ή και ιά, ό (AM δημοτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες) 2.… …
10ηερέθομαι — ἠερέθομαι (Α) (επικ. τ. τού αείρομαι μόνο στο γ πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.) 1. κρέμομαι, μετεωρίζομαι, αιωρούμαι 2. (για νέους) είμαι άστατος, έχω ασταθή φρονήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τού αείρω (Ι)* (πρβλ. ηγερέθομα αγείρω). Το αρχικό… …