(φρονήματα
61Φλέσσας — Επώνυμο οικογένειας της Πελοποννήσου, της οποίας το όνομα συνδέεται με τους αγώνες των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Γεώργιος Φ. του Παναγιώτη, που γεννήθηκε στην Πολιανή της επαρχίας Λεονταρίου (1716). Το… …
62ανελεύθερος — η, ο αυτός που δεν έχει φιλελεύθερα φρονήματα, δουλικός: Η νομοθεσία της χώρας αυτής ουσιαστικά είναι ανελεύθερη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
63εθνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος: Εθνικός ύμνος. 2. που έχει εθνικά φρονήματα, πατριωτικός: Εθνική Αντίσταση. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εθνικά, τα (γραμμ.), τα παράγωγα ονόματα που δηλώνουν τον κάτοικο χώρας ή πόλης ή αυτόν που… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
64εθνικόφρονας — ο 1. που έχει εθνικά (πατριωτικά) φρονήματα. 2. ο εθνικιστής (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
65κομουνίζω — κομούνισα, έχω κομουνιστικά φρονήματα, συμπαθώ τους κομουνιστές, παραδέχομαι τον κομουνισμό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
66ομοφρονώ — έχω τα ίδια φρονήματα με άλλον, τις ίδιες αρχές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
67ομόφρονας — ο 1. αυτός που έχει τα ίδια φρονήματα, τις ίδιες αρχές, αλλ. ομοϊδεάτης, ομόδοξος. 2. αυτός που ανήκει στο ίδιο κόμμα, στην ίδια παράταξη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
68τυραννόφρονας — ο που έχει τυραννικά φρονήματα, οπαδός των τυράννων, οπαδός του τυραννικού πολιτεύματος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
69υψηλόφρονας — ο 1. αυτός που έχει υψηλά φρονήματα, γενναιόφρονας, μεγαλόψυχος. 2. περήφανος, αγέρωχος, αλαζόνας, ψηλομύτης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
70φρόνημα — το, ατος 1. ό,τι φρονεί κανείς, ιδεολογία, αρχές, κοσμοθεωρία: Άλλαξε τα πολιτικά του φρονήματα. 2. συναίσθηση της αξίας ή της υπεροχής, αυτοπεποίθηση, το ηθικό: Μετά τη νίκη του ο στρατός έχει υψηλό φρόνημα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)