(φρονήματα

  • 51Λάντορ, Γουόλτερ Σάβατζ — (Walter Savage Landor, Γουόργουικ 1775 – 1864). Άγγλος λογοτέχνης. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αλλά ο ίδιος διαπνεόταν από δημοκρατικά φρονήματα. Οι επαναστατικές του ιδέες έγιναν αιτία να αποβληθεί από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Μετά… …

    Dictionary of Greek

  • 52Λεβίδης — Επώνυμο αριστοκρατικής οικογένειας εθνικών αγωνιστών, λογίων, πολιτικών και καλλιτεχνών από τα Ταταύλα της Κωσταντινούπολης. 1. Δημήτριος (Ταταύλα 1768 – 1821). Φιλικός και εθνομάρτυρας. Εκτελέστηκε από τους Τούρκους με απαγχονισμό, λίγο πριν από …

    Dictionary of Greek

  • 53Λειβαδίτης, Τάσος — (Αθήνα 1921 – 1988). Ποιητής. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1947 συνελήφθη για τα αριστερά του φρονήματα και την πολιτική του δράση και εκτοπίστηκε έως το 1951 στον Μούδρο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Πρωτοεμφανίστηκε στη …

    Dictionary of Greek

  • 54Μέλτσι ντ’ Έριλ, Φραντσέσκο — (Francesco Melzi d’ Eril, 1753 – 1816). Ιταλός πολιτικός. Διακρινόταν για τη μόρφωσή του την οποία συμπλήρωσε με την παραμονή του στη Γαλλία, στην Αγγλία και στην Ισπανία. Η πολιτική του τοποθέτηση χαρακτηρίζεται από έναν συντηρητικό… …

    Dictionary of Greek

  • 55Μερκούρης, Σπύρος — (Ερμιόνη 1856 – Αθήνα 1939). Γιατρός και δήμαρχος Αθηναίων (1899 1914, 1929 34). Το 1929 εξελέγη γερουσιαστής αλλά παραιτήθηκε. Στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο εκτοπίστηκε στην Κορσική (1917) για τα πολιτικά του φρονήματα. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα… …

    Dictionary of Greek

  • 56Παππιανός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αποκεφαλίστηκε για τα χριστιανικά του φρονήματα στην Καμπανία της Ιταλίας, μαζί με τους Αντωνίνο Λυκία, Νέα Σερίνο, Aνατόλιο, Διόδωρο, Δίονα, Απολλώνιο, Άπαμο κ.ά. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Ιουλίου …

    Dictionary of Greek

  • 57Πετιμεζάς ή Πετμεζάς — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας από τα Καλάβρυτα, όπου εγκαταστάθηκαν κατά μέσα του 18ου αι. προερχόμενοι από την Ήπειρο. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους απελευθερωτικούς αγώνες. 1. Αθανάσιος (1760 – 1804). Επικεφαλής του αρματολικιού… …

    Dictionary of Greek

  • 58Σβέρνίκ, Νικολάι Μιχαήλοβιτς — Σοβιετικός πολιτικός (Πετρούπολη 1888 Μόσχα 1970). Ήταν εργάτης μεταλλουργίας και το 1902 έγινε μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Καταδιώχτηκε για τα φρονήματα του από την αστυνομία, γεγονός που δεν τον εμπόδισε να πάρει ενεργό μέρος στην… …

    Dictionary of Greek

  • 59Σκούφος, Φραγκίσκος — Δάσκαλος, λόγιος κι ένας από τους λαμπρότερους ρήτορες των χρόνων της τουρκοκρατίας (Χανιά 1644 Ζάκυνθος 1697). Μετά την άλωση της γενέτειρας του από τους Τούρκους (1645), η οικογένεια του, μαζί με το θείο του και επιφανή ζωγράφο Φιλόθεο Σκούφο,… …

    Dictionary of Greek

  • 60Τζιγάλας — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Αζαρίας (Σαντορίνη 1660 – 1740). Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου και δίδαξε αργότερα και ο ίδιος (1709 11). Διετέλεσε δάσκαλος των παιδιών του άλλοτε ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Ρακοβίτζα και μετά του… …

    Dictionary of Greek