(φρονήματα

  • 41χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… …

    Dictionary of Greek

  • 42χθαμαλοφρονώ — έω, Α [χθαμαλόφρων, ονος] έχω ταπεινά φρονήματα …

    Dictionary of Greek

  • 43Αλευράς, Γιάννης — (Μεσσήνη 1912 – 1995). Πολιτικός. Από πολύ νέος ασχολήθηκε με την πολιτική. Προερχόταν από τις γραμμές του κεντροαριστερού χώρου και του συνδικαλιστικού κινήματος. Το 1935, στη διάρκεια του κινήματος του Πλαστήρα και του Ελευθέριου Βενιζέλου,… …

    Dictionary of Greek

  • 44Ανατόλιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο στρατηλάτης. Δεν είναι γνωστό πού, πότε και πώς έζησε. Αναφέρεται μόνο ότι μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη τουτιμάται στις 23 Απριλίου. 2. Ο μάρτυς. Είναι άγνωστο από πού καταγόταν και πότε μαρτύρησε …

    Dictionary of Greek

  • 45Βενθύλιος, Ιωάννης — (Σμύρνη 1804 – 1854). Φιλόλογος και λόγιος. Ο Β. συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη της παιδείας στη νεότερη Ελλάδα. Σπούδασε στο Βερολίνο και ήρθε στην Ελλάδα το 1828, όπου και δίδαξε στο Κεντρικόν Σχολείον της Αίγινας. Με τις προσπάθειές του,… …

    Dictionary of Greek

  • 46Βρατσάνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από τα Ψαρά. 1. Αντώνιος. Όταν οι άντρες του τουρκικού στόλου αποβιβάστηκαν στα Ψαρά και προχωρούσαν προς το Παλαιόκαστρο, όπου είχαν απομείνει λίγοι μαχητές με γυναικόπαιδα, ο Β. άφησε τους Τούρκους να φτάσουν στο… …

    Dictionary of Greek

  • 47Βυζάντιος, Αναστάσιος — (Αθήνα 1839 – 1892). Δημοσιογράφος. Γιος του Σκαρλάτου Β., φυλακίστηκε πολύ νέος μαζί με τον ποιητή Αχιλλέα Παράσχο για τα αντιοθωνικά του φρονήματα (1859). Το 1861 έφυγε για τη Βιέννη, όπου έγινε διευθυντής της ελληνικής εφημερίδας Ημέρα, την… …

    Dictionary of Greek

  • 48Δούκας, Μιχαήλ — (18ος αι.).Λόγιος. Καταγόταν από τη Σιάτιστα. Έζησε στη Βιέννη, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας. Μετέφρασε πολλά βιβλία από τα γερμανικά, αλλά τη δραστηριότητά του ανέκοψε η απέλασή του από τις αυστριακές αρχές, με την κατηγορία της… …

    Dictionary of Greek

  • 49Ιμβριώτης, Γιάννης — (Αϊβαλί 1897 – Αθήνα 1979). Καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Τέλειωσε το γυμνάσιο στην ιδιαίτερη πατρίδα του και λίγο πριν από τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της.… …

    Dictionary of Greek

  • 50Ιουστινιάνες — (Giustiniani). Επώνυμο λογίων και αξιωματούχων από τη Βενετία και τη Γένοβα. 1. Άγγελος (Χίος 1520 – Γένοβα 1599). Θεολόγος. Πήρε μέρος σε διάφορες εκκλησιαστικές συνόδους του 16ου αι., στις οποίες διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα και την …

    Dictionary of Greek