(φρονήματα

  • 21ομοιόφρων — ὁμοιόφρων, ονος, ὁ (Α) αυτός που έχει όμοια φρονήματα, που πιστεύει τα ίδια με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …

    Dictionary of Greek

  • 22ομοφρονώ — (Α ὁμοφρονῶ, έω) [ομόφρων] έχω τις ίδιες σκέψεις, τα ίδια φρονήματα και τις ίδιες αρχές, απόψεις ή διαθέσεις με κάποιον άλλο, συμφωνώ, είμαι ομόφρων («οὐκ ἐθελῆσαι ὁμοφρονέειν, ἀλλὰ γνώμῃ διενειχθέντας», Ηρόδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 23ομόφρων — ον (ΑΜ ομόφρων, ον) αυτός που έχει ή που εκφράζει τα ίδια φρονήματα, τις ίδιες αντιλήψεις («ὁμόφρονας λόγους», Αριστοφ.) νεοελλ. ως ουσ. ο, η ομόφρων α) ομοϊδεάτης, οπαδός τής ίδιας μερίδας ή τού ίδιου κόμματος β) εντομολ. το αρσ. ως ουσ. ο… …

    Dictionary of Greek

  • 24ουρανόφρων — οὐρανόφρων, ον (Μ) αυτός που έχει θεία φρονήματα, ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + φρων (< φρήν, φρενός)] …

    Dictionary of Greek

  • 25περσίζω — (I) ΜΑ [Πέρσης] έχω τα ίδια φρονήματα με τους Πέρσες αρχ. 1. μιλώ περσικά 2. μιμούμαι τους Πέρσες στην αμφίεση και στη συμπεριφορά. (II) Α [Περσεύς] υποστηρίζω τον Περσέα …

    Dictionary of Greek

  • 26πολέμαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος μέτοικος, αδελφός του ρήτορα Λυσία. Καταδικάστηκε από τους 30 τύραννους να πιει το κώνειο για τα δημοκρατικά του φρονήματα. 2. Ευγενής Σπαρτιάτης που σκότωσε το βασιλιά της Σπάρτης Πολύδωρο στα μέσα του 8ου… …

    Dictionary of Greek

  • 27προσήλυτος — η, ο / προσήλυτος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ) νεοελλ. ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 28προσηλυτισμός — ο, Ν 1. η άμεση ή έμμεση προσπάθεια για διείσδυση στη θρησκευτική συνείδηση ετερόδοξων και μεταστροφής τους σε άλλο δόγμα 2. ο προσεταιρισμός κάποιου σε απόψεις, φρονήματα και ιδέες, η προσπάθεια προσέλκυσης οπαδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσήλυτος +… …

    Dictionary of Greek

  • 29σκυθογνώμων — όγνωμον, Μ αυτός που έχει φρονήματα σκυθικά, που σκέπτεται σαν να είναι Σκύθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύθης + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. δουλο γνώμων] …

    Dictionary of Greek

  • 30στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …

    Dictionary of Greek