(φρονήματα

  • 11θεμίζω — (Α) [θέμις (Ι)] 1. δικάζω, κρίνω, τιμωρώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «θεμιζέτω μαστιγούτω, νομοθετείτω» 3. μέσ. θεμίζομαι ρυθμίζω τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι ὀργάς», Πίνδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 12θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …

    Dictionary of Greek

  • 13καλόβουλος — η, ο (Μ καλόβουλος, ον) αυτός που έχει αγαθά φρονήματα, ο καλός μσν. ο συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βουλος (< βουλή), πρβλ. ορθό βουλος, σκολιό βουλος] …

    Dictionary of Greek

  • 14κοινόφρων — κοινόφρων, ον (Α) αυτός που έχει κοινά φρονήματα, κοινή γνώμη με κάποιον, ομόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φρων (< φρήν), πρβλ. κερδαλεό φρων, παρά φρων] …

    Dictionary of Greek

  • 15μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …

    Dictionary of Greek

  • 16μελεόφρων — μελεόφρων, ον (Α) αυτός που έχει σκέψεις και φρονήματα αξιοθρήνητα, ο αξιοθρήνητος, ο δυστυχισμένος εξαιτίας τών σκέψεών του («ἐγὼ μέλεος οἶδ , ὅτε φάσγανον δέρᾳ θῆκέ μοι μελεόφρων πατήρ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + φρων… …

    Dictionary of Greek

  • 17μηνάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …

    Dictionary of Greek

  • 18ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …

    Dictionary of Greek

  • 19ολιγαρχικός — ή, ό (Α ὀλιγαρχικός, ή, όν) [ολιγαρχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ολιγαρχία 2. (για πρόσ.) αυτός που εμφορείται από ολιγαρχικά φρονήματα, ο οπαδός τής ολιγαρχίας νεοελλ. φρ. «ολιγαρχικό πολίτευμα» η ολιγαρχία. επίρρ...… …

    Dictionary of Greek

  • 20ομοθυμώ — ὁμοθυμῶ, έω (Α) [ομόθυμος] έχω τις ίδιες σκέψεις ή τα ίδια φρονήματα με κάποιον άλλο, έχω ομοψυχία …

    Dictionary of Greek