(υἷες ἀχαιῶν

  • 1επιάχω — ἐπιάχω (Α) 1. επευφημώ («ὧς ἔφαθ , οἱ δ ἄρα πάντες ἐπίαχον υἶες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. κραυγάζω, φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάχω «φωνάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 2ιππόθεν — ἱππόθεν (Α) επίρρ. (κυρίως για τους Έλληνες ήρωες που κατέβαιναν από τον Δούρειο ίππο) από τον ίππο («υἷες Ἀχαιῶν ἱππόθεν ἐκχύμενοι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + θεν*, επιρρηματική κατάλ. δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 3υψίπυλος — ον, Α (στον Όμ.) (ως επίθετο τής Τροίας και τής Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ. β. «Θήβην ὑψίπυλον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πυλος (< πύλη), πρβλ. τηλέ πυλος] …

    Dictionary of Greek